Τελικά τι συζητήθηκε στη συνάντηση Μπάιντεν – Πούτιν; Τα κρίσιμα σημεία «πίσω από τις γραμμές»

Τελικά τι συζητήθηκε στη συνάντηση Μπάιντεν – Πούτιν; Τα κρίσιμα σημεία «πίσω από τις γραμμές»

Παρότι χαμηλών προσδοκιών, η συνάντηση Μπάιντεν και Πούτιν στη Γενεύη είχε αρκετά σημαντικά αποτελέσματα.

Καμιά φορά κανείς πρέπει να διαβάζει και «πίσω από τις γραμμές». Ιδίως σε ζητήματα που αφορούν τη διεθνή διπλωματία. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για γεγονότα όπως η συνάντηση ανάμεσα στον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, όπου οι συμβολισμοί μπορεί να είναι και περισσότεροι τελικά από την ουσία.

Η συνάντηση αυτή ήρθε στο έδαφος μιας προηγούμενης κλιμάκωσης της έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες, κυρίως με πρωτοβουλία των ΗΠΑ που ήδη από την εποχή της ουκρανικής κρίσης έχουν διαμορφώσει μια στρατηγική που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «Νέος Ψυχρός Πόλεμος», με κλιμακούμενες εγκλήσεις προς τη Ρωσία αρχικά για την Κριμαία, μετά για τις υποτιθέμενες απόπειρες παρέμβασης στις αμερικανικές και άλλες εκλογές, πιο πρόσφατα για την υπόθεση Ναβάλνι αλλά και για τις κυβερνοεπιθέσεις για λύτρα.

Παράλληλα, εδώ και αρκετά χρόνια είχε διαμορφωθεί το έδαφος για μια επιστροφή ουσιαστικά σε μια νέα «κούρσα των εξοπλισμών», αρχικά με τις ΗΠΑ να κάνουν μεγάλες επενδύσεις σε σχέδια αντιπυραυλικής άμυνας (αν και αυτά μέχρι τώρα δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα) και στη συνέχεια με τη Ρωσία να ανακοινώνει νέα οπλικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων και υπερηχητικών πυραύλων με σκοπό την παράκαμψη ακριβώς των συστημάτων αντιπυραυλικής άμυνας.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ έχουν αρχίσει να κλιμακώνουν την προσπάθεια να διαμορφωθεί σε επίπεδο «δυτικής συμμαχίας» ένα κλίμα ότι η πραγματική μεγάλη απειλή είναι η Κίνα, κάτι που αποτυπώθηκε όχι μόνο στις συζητήσεις των G7 αλλά και στην αλλαγή ουσιαστικά του «στρατηγικού δόγματος» του ΝΑΤΟ που πλέον σχεδόν ρητά αντιμετωπίζει και την Κίνα ως μείζονα απειλή – έστω και με τη περιγραφή των «στρατηγικών προκλήσεων».  Κατά συνέπεια μια ταυτόχρονη κλιμάκωση της αντιπαλότητας της «Δύσης» και με τη Ρωσία και με την Κίνα, απλώς θα έφερνε πιο κοντά την «ευρασιατική σύγκλιση» που υποτίθεται ότι είναι αυτό που θα ήθελαν σε πρώτη φάση να αποφύγουν οι ΗΠΑ.

Σε όλα αυτά προστίθενται και άλλοι λόγοι, που αφορούν περισσότερο την εσωτερική συγκυρία των ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ενδιαφέρεται να πετύχει μια επανεκκίνηση της οικονομίας με βάση το δικό της πρόγραμμα και τη δική της αντίληψη για την αντιμετώπιση μερικών από τις ανοιχτές κοινωνικές πληγές της Αμερικής. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η προσπάθεια για την αποφυγή και μεγάλων διεθνών κρίσεων και ένα κέρδισμα πολιτικού χρόνου ήταν κομβικό.

Παράλληλα, ΗΠΑ και Ρωσία εκ των πραγμάτων διαχειρίζονται ή συμμετέχουν στη διαχείριση σημαντικών ανοιχτών διεθνών μετώπων, όπως είναι αυτό της Συρίας, αλλά και ζητήματα όπως το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Όλα αυτά διαμόρφωναν μια δυναμική για συνάντηση ανάμεσα στους δύο ηγέτες και μάλιστα με τις ΗΠΑ να είναι αυτές που την επεδίωξαν περισσότερο.

Τα διδάγματα της πρόσφατης ουκρανικής κρίσης

Εάν υπάρχει ένα πρόσφατο γεγονός που έχει βαρύνει σημαντικά, αυτό ήταν μάλλον η πρόσφατη ουκρανική κρίση. Θυμίζουμε ότι η πρόσφατη κρίση στις ρωσοουκρανικές σχέσεις ξεκίνησε με την ουκρανική πλευρά περίπου να δηλώνει ότι σκοπός της είναι η ανακατάληψη της Κριμαίας, συνεχίστηκε με συνοριακά επεισόδια και μεγάλη μετακίνηση ρωσικών στρατευμάτων και έληξε όταν η Ρωσία έκανα σαφές ότι σε περίπτωση που η Ουκρανία δοκίμαζε κάτι που θα άλλαζε το σημερινό καθεστώς, η ρωσική απάντηση θα ήταν συντριπτική.

Αυτή η ακολουθία διαμόρφωσε μια μάλλον αμήχανή συνθήκη για τις ΗΠΑ. Ενώ η ουκρανική κρίση έχει χρησιμοποιηθεί για ασκηθεί πίεση στη Ρωσία (π.χ. μέσω κυρώσεων), το γεγονός ότι οποιαδήποτε ένοπλη κλιμάκωση με πρωτοβουλία του Κιέβου θα οδηγούσε σε μια συντριπτική ήττα της Ουκρανίας, χωρίς στην πραγματικότητα να μπορούν οι ΗΠΑ ή οι σύμμαχοί τους να κάνουν για να την αποτρέψουν, στην πραγματικότητα έδειξε τα όρια της «αξιοποίησης» της ουκρανικής κρίσης.

Διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές

Μια πρώτη κρίσιμη αναφορά που αποτυπώνει το αντιφατικό τοπίο, ήταν η «Κοινή Δήλωση για την Στρατηγική Σταθερότητα». Η επιβεβαίωση ότι της θέσης ότι «ένας πυρηνικός πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί και δεν πρέπει ποτέ να διεξαχθεί», όπως η δέσμευση για έναν «ολοκληρωμένο διμερή διάλογο για τη στρατηγική σταθερότητα» παραπέμπουν σε μια επιλογή να υπάρξει ξανά συζήτηση για την αποφυγή μιας νέας κούρσας των εξοπλισμών , σε συνέχεια της παράτασης της συμφωνίας START-3. Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν εκτιμά ότι σε αυτή τη φάση δεν μπορεί να προχωρήσει σε μεγάλη κλιμάκωση.

Η δεύτερη κρίσιμη αναφορά ήταν αυτή που αφορούσε το Πρωτόκολλο του Μινσκ. Αυτό σημαίνει επιστροφή σε μια διαδικασία διεθνούς διαπραγμάτευσης για το θέμα της Ουκρανίας και απλής προσπάθειας απομόνωσης της Ρωσίας.

Βεβαίως, η διατύπωση του Μπάιντεν είχε ένα βαθμό ασάφειας – «συμφωνήσαμε να ακολουθήσαμε διπλωματία σε σχέση με τη συμφωνία του Μινσκ» –, καθώς δεν παρέπεμπε ευθέως σε επιδίωξη και εφαρμογή συμφωνίας όμως και η επίκληση της διπλωματίας έχει τη σημασία της. Άλλωστε και ο Πούτιν ανέφερε ότι δεν το συζήτησαν «λεπτομερώς». Βεβαίως η παρουσία της Βικτόρια Νούλαντ στην αμερικανική αποστολή (γνωστή από την διαβόητη αποστροφή “Fuck the EU” στην κορύφωση της ουκρανικής κρίσης το 2014) δεν είναι βέβαιο ότι λειτούργησε καθησυχαστικά προς τη ρωσική πλευρά. Πάντως, ο Πούτιν μιλώντας μετά τη συνάντηση υπενθύμισε τις προβλέψεις της συμφωνίας του Μινσκ και υπογράμμισε ότι ήταν η Ουκρανία αυτή που δεν τις ακολουθεί με τις προτάσεις που κάνει, ενώ παράλληλα τόνισε ότι η Ρωσία δεν επιδιώκει να κάνει ασκήσεις, μεταφέροντας εξοπλισμό και προσωπικό κοντά στα σύνορα των ΗΠΑ.

Μια τρίτη κρίσιμη αναφορά, την έκανε ο ίδιος ο Μπάιντεν μιλώντας στους δημοσιογράφους πριν την αναχώρηση. Το γεγονός ότι θεώρησε σκόπιμο να υπογραμμίσει ότι η Ρωσία έχει ανάγκη να αντιμετωπίζεται ως μεγάλη δύναμη, ήρθε να υπογραμμίσει ότι οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται (έστω και υποτιμώντας την πραγματική ισχύ της Ρωσίας) ότι με κάποιον τρόπο χρειάζεται να δώσουν την εικόνα ότι αναγνωρίζουν έναν «πολυπολικό κόσμο», αλλά και ότι θα ήθελαν με κάποιον τρόπο να αποτρέψουν μια στρατηγική σύγκλιση Ρωσίας Κίνας (έστω και εάν η συνολική τους τρέχουσα γεωπολιτική δυναμική μπορεί να κατατείνει στο να την ενισχύει).

Μια τέταρτη αναφορά ήταν από τον Μπάιντεν και αφορούσε το να εργαστούν από κοινού Ρωσία και ΗΠΑ σε ζητήματα ανθρωπιστικής βοήθειας στη Συρία. Το ερώτημα που προκύπτει είναι τι θα σημαίνει αυτό σε σχέση με συγκεκριμένα ζητήματα που είναι ανοιχτά στη Συρία, είτε σε σχέση με τον θύλακα στην Ιντλίμπ (όπου εμπλέκεται και η Τουρκία και οι ισλαμιστικές οργανώσεις που υποστηρίζει), είτε σε σχέση με τη βορειοανατολική Συρία όπου οι ΗΠΑ διατηρούν μια ισχυρή παρουσία και μάλιστα χωρίς να έχουν δείξει διάθεση να αποχωρήσουν.

Η πέμπτη αναφορά ήταν στα ζητήματα κυβερνοπειρατίας. Εδώ βέβαια το ζήτημα είναι ότι η ανάδειξη του όλου θέματος ήταν ακριβώς κομμάτι της αμερικανικής προσπάθειας να παρουσιαστεί μια εικόνα επιθετικότητας, συμπεριλαμβανομένης και της παράδοσης στη ρωσική πλευρά καταλόγου με τομείς που για τους αμερικανούς είναι off limits για κυβερνοεπιθέσεις.  Βεβαίως από τη μεριά του ο πρόεδρος Πούτιν μιλώντας μετά τη συνάντηση είπε ότι οι περισσότερες κυβερνοεπιθέσεις παγκοσμίως δεν προέρχονται από τη Ρωσία, ότι το 2021 δεν έχει υπάρξει κάποιο επίσημο αμερικανικό αίτημα προς τη Ρωσία για διερεύνηση κυβερνοεπίθεσης (ενώ είχαν κάνει αρκετά το 2020), όπως και ότι έχουν υπάρξει αρκετές κυβερνοεπιθέσεις στη Ρωσία με πιθανή προέλευση τις ΗΠΑ.

Η έκτη αναφορά – που την υπογράμμισε ο Πούτιν – αφορούσε την Αρκτική, στην οποία εσχάτως η Ρωσία επενδύει ιδιαίτερα, ιδίως μετά τη λειτουργία και της Βόρειας Θαλάσσιας Οδού. Ως προς αυτό η Ρωσία υπογράμμισε ότι είναι αβάσιμοι οι αμερικανικοί φόβοι ότι η Ρωσία προχωράει σε στρατιωτικοποίηση της περιοχής.
Ο Πούτιν παρουσιάζει τη Ρωσία ως «ήρεμη δύναμη»

Από τη μεριά του, ο πρόεδρος Πούτιν μιλώντας μετά τη συνάντηση προσπάθησε να υπογραμμίσει το «παραγωγικό» χαρακτήρα της συζήτησης, κάνοντας βέβαια ταυτόχρονα σαφές ότι δεν υπήρξαν μεγάλες δεσμεύσεις, ενώ παράλληλα παρουσίασε τις βασικές ρωσικές θέσεις.

Ο βασικός τόνος ήταν μιας «ήρεμης δύναμης» που είναι έτοιμη να συζητήσει (αλλά και να απαντήσει σε κατηγορίες) αποφεύγοντας να πυροδοτήσει ένταση αλλά και κάνοντας σαφή τα ανοιχτά ζητήματα που υπάρχουν. Παράλληλα, επέμεινε στις βασικές ρωσικής θέσεις για ζητήματα όπως η υπόθεση Ναβάλνι τονίζοντας ότι πρόκειται για μια υπόθεση που τη χειρίζεται η ρωσική δικαιοσύνη και ότι αφορά παραβιάσεις της ρωσικής νομοθεσίας. Δεν παρέλειψε πάντως να αναφέρει ότι ήταν οι ΗΠΑ αυτές που όριζαν τη Ρωσία ως εχθρό και αντίπαλο.

Στο ίδιο πλαίσιο και η σαφής τοποθέτησή του ότι ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που του είχε απευθύνει ο Μπάιντεν («δολοφόνος») το βασικό είναι ότι συναντήθηκαν και είχαν μια παραγωγική συζήτηση.

Παράλληλα, δεν θα παραλείψει να υπογραμμίσει, απαντώντας στις κατηγορίες περί «αυταρχισμού» που του αποδίδονται, ότι στη Ρωσία δεν θα ήθελαν να έχουν εικόνες πολιτικής αναταραχής και κρίσης ανάλογες με αυτές των ΗΠΑ.
Ο δύσκολος διάλογος

Είναι προφανές ότι ο διάλογος θα είναι δύσκολος. Άλλωστε, από διάφορες πλευρές θα υπάρχει πίεση να κλιμακωθεί η αντιπαράθεση των ΗΠΑ με τη Ρωσία καθώς μια σημαντική μερίδα του αμερικανικού στρατιωτικού και διπλωματικού κατεστημένου στις ΗΠΑ θα τείνει προς τα εκεί.

Από την άλλη, υπολογισμοί που θα αφορούν την εσωτερική πολιτική κατάσταση των ΗΠΑ αλλά και η ανάγκη αναμέτρησης με την Κίνα επιβάλλουν μια πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση και την επιδίωξη ενός επιπέδου συνεννόησης.

Το σε ποια κατεύθυνση θα εξελιχθούν τα πράγματα θα φανεί το επόμενο διάστημα και σε τελική ανάλυση θα καθοριστεί μεσοπρόθεσμα από τον βαθμό στον οποίο οι ΗΠΑ θα επιμείνουν να ορίζουν τη διασφάλιση της σαφούς πρωτοκαθεδρίας τους ως βασικού στόχου της εξωτερικής πολιτικής τους.

πηγή:in.gr